χάννος — sea perch masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάννος — ο είδος ψαριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χάννοι — χάννος sea perch masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάννοιο — χάννος sea perch masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάννοις — χάννος sea perch masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάννου — χάννος sea perch masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάννους — χάννος sea perch masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοχάσμων — μεγαλοχάσμων, ον (Α) (για το ψάρι χάννος) αυτός που χάσκει πολύ, που έχει πολύ ανοιχτό το στόμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + χασμων (< χάσμα)] … Dictionary of Greek
χάνος — Περισσότερο γνωστή ονομασία του ψαριού σερράνος ο ήπατος της οικογένειας των σερρανιδών, που ανήκει στην υποτάξη των περκοειδών της τάξης των περκόμορφων. Πρόκειται για θαλασσινή πέρκα, που ζει κοντά στις ακτές, σε αβαθείς θάλασσες των θερμών… … Dictionary of Greek
χαν(ν)ικό — το, Ν [χάννος] καθετή που κατασκευαζόταν παλαιότερα με νήμα από τρίχες αλόγου, κατάλληλη για την αλιεία τού χάννου, και άλλων ψαριών … Dictionary of Greek